ασκάλωτος

ασκάλωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει σκάλα («έμεινε το σπίτι ασκάλωτο»)
2. εκείνος που δεν έχει σκαλώσει κάπου, που δεν έχει αντιμετωπίσει μπλεξίματα ή δυσκολίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”